φαλης

φαλης
    φάλης
    -ητος (ᾰ) ὅ Arph., Theocr. = φαλλός См. φαλλος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φαλης" в других словарях:

  • Φαλῆς — Φαλής masc acc pl (attic epic doric) Φαλής masc nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαλής — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλης — Phales masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλης — ητος, και φαλῆς, ῆτος, ὁ, Α 1. φαλλός 2. ως κύριο όν. ὁ Φάλης και Φαλῆς 1. θεός τού οποίου η λατρεία, όπως και τού Πριάπου, ήταν συνδεδεμένη με την διονυσιακή λατρεία 2. προσωνυμία τού Ερμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φαλλός, πιθ. κατά το μύκης,… …   Dictionary of Greek

  • φαλής — φαλή̱ς , φαλῆς Phales masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλῆς — φαλός white fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλαι — φάλης Phales masc nom/voc pl φάλᾱͅ , φάλης Phales masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλῆτος — φαλῆς Phales masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαλέας — Φαλής masc acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαλές — Φαλής masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαλίος — Φαλής masc gen sg (doric) Φαλίος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»